σφυδρόν

σφυδρόν
σφυδρόν, τό,
A = σφυρόν, Act.Ap.3.7 (v.l. σφυρά), PFlor.391.53,56 (iii A.D.): = circumtallum, Gloss.: σφυδρά· ἡ περιφέρεια τῶν ποδῶν, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σφυδρόν — τὸ, Α 1. το σφυρό 2. στον πληθ. (τὰ) σφυδρά (κατά τον Ησύχ.) «ἡ περιφέρεια τῶν ποδῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί σφυρόν σχηματισμένος κατ επίδραση τού επιθ. σφοδρός, ενώ, κατ άλλη άποψη, τής μτχ. σφυδῶν (βλ. λ. σφυδῶ)] …   Dictionary of Greek

  • σφυδρά — σφυδρόν circumtallum neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”