σφυδρόν
Look at other dictionaries:
σφυδρόν — τὸ, Α 1. το σφυρό 2. στον πληθ. (τὰ) σφυδρά (κατά τον Ησύχ.) «ἡ περιφέρεια τῶν ποδῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί σφυρόν σχηματισμένος κατ επίδραση τού επιθ. σφοδρός, ενώ, κατ άλλη άποψη, τής μτχ. σφυδῶν (βλ. λ. σφυδῶ)] … Dictionary of Greek
σφυδρά — σφυδρόν circumtallum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)